- κιονίδας
- κιονίςuvulafem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιονοτομία — η ιατρ. εκτομή τής κιονίδας, τής σταφυλής τού φάρυγγα … Dictionary of Greek
περισταφυλοφαρυγγικός — ή, ό, Ν φρ. «περισταφυλοφαρυγγικός μυς» ανατ. η άνω μοίρα τού φαρυγγοσταφυλικού μυός, που προσφύεται στα χείλη τής κιονίδας … Dictionary of Greek
σταφυλή — η, ΝΜΑ 1. ο καρπός τού κλήματος, ο βότρυς, το σταφύλι (α. «ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς», ΚΔ β. «σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν», Ομ. Ιλ.) 2. η κιονίδα τού φάρυγγα, κινητή και συσταλτή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το ελεύθερο οπίσθιο χείλος … Dictionary of Greek